- φατνιεκτομή
- η(ιατρ.), εκτομή του φατνίου (βλ. λ.), χειρουργική επέμβαση για εξαγωγή των δοντιών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φατνιεκτομή — η, Ν ιατρ. χειρουργική αφαίρεση οδοντικού φατνίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φατνίο + εκτομή. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. alveolectomie] … Dictionary of Greek